- ευλογιστώ
- εὐλογιστῶ, -έω (Α) [ευλόγιστος]1. κάνω κάτι με σύνεση, ενεργώ με περίσκεψη2. δίνω την ευλογία μου, ευλογώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐλογίστω — εὐλόγιστος easily computed masc/fem/neut nom/voc/acc dual εὐλόγιστος easily computed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίστῳ — εὐλόγιστος easily computed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίστωι — εὐλογίστῳ , εὐλόγιστος easily computed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek